κατεπάλμενος

κατεπάλμενος
κατεπάλμενος: see κατεφάλλομαι.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατεπάλμενος — κατεπά̱λμενος , κατεφάλλομαι leap down against aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεφάλλομαι — (Α) 1. εφορμώ, πηδώ προς τα κάτω, εναντίον κάποιου 2. αρπάζω, σαρώνω («κῡμα νηὸς ὑπὲρ πάσης κατεπάλμενον», Απολλ. Ρόδ.) 3. πηδώ από κάπου («οὐρανόθεν κατεπάλμενος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐφάλλομαι «πηδώ, εφορμώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”